- εποικίζω
- εποίκισα, εποικίστηκα, εποικισμένος, μτβ.1. εγκαθιστώ κάποιον ως έποικο σε ήδη κατοικημένο τόπο.2. χώρα αραιά κατοικημένη την κάνω πολυάνθρωπη με την εγκατάσταση εποίκων: Οι Γάλλοι πρώτοι εποίκισαν τον Καναδά.3. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες γεωργούς σε δημόσιες εκτάσεις ή σε περιοχές που απαλλοτριώθηκαν γι' αυτό το σκοπό (πρβλ. εποικισμός).4. το παθ., εποικίζομαι (για χώρα), υφίσταμαι αύξηση του πληθυσμού μου με εγκατάσταση εποίκων: Το Τράνσβααλ εποικίστηκε από τους Ολλανδούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.